- βάσταγας
- ο (Μ βάστας, -ακος και βάστακας) [βαστάζω]αυλάκι που χρησιμεύει για το χώρισμα αγρών, όριο αγρούνεοελλ.1. αντηρίδα, πρόχωμα αγρού σε κατηφοριά για να συγκρατεί το χώμα2. άκρη του χωραφιού που δεν μπορεί να οργωθεί με αλέτρι αλλά μόνο με κασμά.
Dictionary of Greek. 2013.