βάσταγας

βάσταγας
ο (Μ βάστας, -ακος και βάστακας) [βαστάζω]
αυλάκι που χρησιμεύει για το χώρισμα αγρών, όριο αγρού
νεοελλ.
1. αντηρίδα, πρόχωμα αγρού σε κατηφοριά για να συγκρατεί το χώμα
2. άκρη του χωραφιού που δεν μπορεί να οργωθεί με αλέτρι αλλά μόνο με κασμά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βασταγάς — βασταγά̱ς , βασταγή transport fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσταξ — ο βλ. βάσταγας …   Dictionary of Greek

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”